- πολύορκος
- -ον, Ααυτός που κάνει πολλούς όρκους, που ορκίζεται συχνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ὅρκος (πρβλ. ψεύδ-ορκος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύορκος — swearing much masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύορκον — πολύορκος swearing much masc/fem acc sg πολύορκος swearing much neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόρκοις — πολύορκος swearing much masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόρκου — πολύορκος swearing much masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόρκους — πολύορκος swearing much masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόρκων — πολύορκος swearing much masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύορκοι — πολύορκος swearing much masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυορκία — ἡ, Α [πολύορκος] η συνήθεια να κάνει κανείς πολλούς όρκους … Dictionary of Greek
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek
ԵՐԴՄՆԱՅԵՂՑ — ( ) NBH 1 0674 Chronological Sequence: 6c ա. πολύορκος multum, vel leviter jurans Ստէպ երդուօղ. երդմնահար. *Սովոր չարութեամբ եւ անյագ, եւ երդմնայեղց, եւ առանց քննելոյ երդնուլ. Փիլ. ՟ժ. բան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)